Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η δαμάστρια

См. также в других словарях:

  • δαμάστρια — η βλ. δαμαστής …   Dictionary of Greek

  • δαμάτειρα — δαμάτειρα, η (Α) η δαμάστρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμα τού αορ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + (επίθημα) τειρα] …   Dictionary of Greek

  • δαμαστής — ο (θηλ. δαμάστρια, η) (Μ δαμαστής, ο) [δαμάζω] αυτός που δαμάζει, που τιθασεύει κάποιον ή κάτι …   Dictionary of Greek

  • νυξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της νύχτας, ο Όμηρος την παριστάνει σαν μια δυνατή θεά που την τιμά ο Ζευς και η οποια αποκαλείται και δμήτρια, (= δαμάστρια των ανθρώπων) και αμβροσίη (= που αναζωογονεί τους ανθρώπους με τον ύπνο). Ο Ησίοδος… …   Dictionary of Greek

  • δαμαστής — ο θηλ. δαμάστρια αυτός που δαμάζει, τιθασεύει: Στο τσίρκο εργάζονται δαμαστές θηρίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»